- εἰσανέβησαν
- εἰσαναβαίνωgo up toaor ind act 3rd plεἰσαναβαίνωgo up toaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισαναβαίνω — εἰσαναβαίνω (Α) ανεβαίνω μέσα («Ἴλιον εἰσανέβησαν», «ἐς δ ὑπερῷ ἀναβᾱσα») … Dictionary of Greek